- Ἰωνικῇ
- ἸωνικόςIonicfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιωνική σχολή — Η πρώτη ελληνική φιλοσοφία, που αναπτύχθηκε στις ιωνικές αποικίες, κυρίως στη Μίλητο και στην Έφεσο. Βλ. λ. Ίωνες (ιωνική σχολή). Η φιλοσοφία του Ηράκλειτου ήταν από τις χαρακτηριστικότερες της ιωνικής σχολής και από τις κορυφαίες της… … Dictionary of Greek
Ἰωνική — Ἰωνικός Ionic fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιωνική επανάσταση — Η επανάσταση των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας (499 494 π.Χ.) κατά της περσικής κυριαρχίας. Βλ. λ. Ερέτρια (ιστορία, αρχαιολογία)· Ίωνες· Μίλητος … Dictionary of Greek
Ιωνική Μέλισσα — Περιοδικό της Σμύρνης που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1850 από τον Α. Πατρίκιο με φιλολογική και εγκυκλοπαιδική ύλη. Κυριότεροι συνεργάτες του ήταν ο λόγιος Ικέσιος Λάτρης και οι Θ. Τιμαγένης και Ν. Κατρέβας. Η έκδοσή του διακόπηκε τον Αύγουστο του … Dictionary of Greek
Ἰωνικῆι — Ἰωνικῇ , Ἰωνικός Ionic fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιωνικός — (4ος αι. μ.Χ.).Γιατρός από τις Σάρδεις. Έδρασε κυρίως στην Αλεξάνδρεια. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα και ασχολήθηκε με την ανατομία, τη φαρμακευτική, τη χειρουργική, τη φιλοσοφία, τη ρητορική και την ποίηση. * * * ή, ὁ (Α ἰωνικός, ή, όν) [Ίωνες] 1.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ίωνες — Ένα από τα τέσσερα ελληνικά φύλα, το οποίο περιλάμβανε είτε τους Έλληνες της Αττικής και της Εύβοιας είτε τους αποίκους εκείνους οι οποίοι περίπου στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. εγκαταστάθηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας μεταξύ των κοιλάδων του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek